Μια νέα προσέγγιση για τη διεύρυνση της ΕΕ
Η Σύνοδος Κορυφής της Θεσσαλονίκης (2003) άνοιξε την πόρτα για ένα ευρωπαϊκό μέλλον για τα Δυτικά Βαλκάνια. Ωστόσο, από τότε η πρόοδος προς την ένταξη στην ΕΕ ήταν αργή. Οι χώρες της περιοχής προσπάθησαν να εφαρμόσουν οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά το κράτος δικαίου παραμένει ιδιαίτερα προβληματικό. Η στρατηγική διεύρυνσης για τα Δυτικά Βαλκάνια του 2018 έδωσε νέα ώθηση στην πολιτική διεύρυνσης, προσφέροντας στις έξι χώρες της περιοχής μια «αξιόπιστη στρατηγική» μέσω της ενισχυμένης παρουσίας της ΕΕ και υποδεικνύοντας το 2025 ως πιθανή ημερομηνία ένταξης.
Τον Ιούνιο του 2019 και πάλι τον Οκτώβριο του 2019, το Συμβούλιο ανέβαλε την απόφαση να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, παρά τη θετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τη συμφωνία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με την καθυστέρηση αυτής της απόφασης, η Ευρωπαϊκή Ένωση στέλνει ένα διφορούμενο μήνυμα στην περιοχή, μειώνοντας την αξιοπιστία της και ενδεχομένως τροφοδοτώντας εθνικιστικές ρητορείες, ανοίγοντας παράλληλα την επίδραση των εξουσιών τρίτων χωρών, ιδίως της Κίνας και της Ρωσίας.
Τα προβλήματα αυτά προκάλεσαν μια συζήτηση που οδήγησε σε μια θεμελιώδη επανεξέταση της πολιτικής διεύρυνσης της ΕΕ. Τον Φεβρουάριο του 2020, ο Ευρωπαίος Επίτροπος Διεύρυνσης, Olivér Várhelyi, ανακοίνωσε μια αναθεωρημένη μεθοδολογία. Η νέα προσέγγιση στοχεύει στην ενίσχυση της διαδικασίας.
Για να διαβάσετε την πλήρη δημοσίευση στα αγγλικά, πατήστε εδώ.